- εἰσαμείβω
- εἰσᾰμείβω,A go into, enter,
τεῖχος A.Th.558
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τεῖχος A.Th.558
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εισαμείβω — εἰσαμείβω (Α) εισέρχομαι … Dictionary of Greek
εἰσαμεῖψαι — εἰσαμείβω go into aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμείβω — (Α ἀμείβω) 1. παρέχω αντιμισθία, πληρώνω την αμοιβή για κάποια εργασία 2. (με ηθική σημασία) παρέχω ηθική αμοιβή ως πληρωμή για προσφερόμενη υπηρεσία, ανταμείβω, ανταποδίδω αρχ. Ι ενεργ. 1. δίνω ως αντάλλαγμα 2. παίρνω ως αντάλλαγμα 3. (για τόπο) … Dictionary of Greek